- φρυγανοφόρος
- φρῡγᾰνοφόρος, ον,A gathering dry sticks, Lys.Fr.257 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρυγανοφόρος — ον, Α αυτός που μεταφέρει φρύγανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + φόρος*] … Dictionary of Greek
φρυγανοφόροι — φρυγανοφόρος gathering dry sticks masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)